- ζαλίζω
- (Μ ζαλίζω) [ζάλη]1. προξενώ ζάλη, σκοτοδίνη («μέ ζαλίζει το κρασί»)2. μτφ. στενοχωρώ, ενοχλώ, σκοτίζω κάποιον (μέ ζάλισε με την κουβέντα του»)3. προκαλώ νύστα, αποκοιμίζω4. προκαλώ συγκίνηση, αναστατώνω κάποιον5. παθ. ζαλίζομαι και -ουμαια) μού έρχεται ζάλη, αισθάνομαι ίλιγγοβ) στενοχωριέμαι, ταράζομαι, αναστατώνομαι («όλη την ημέρα ζαλισμένος, γεμάτο φροντίδες το κεφάλι, κυλιόμουν από δω κι από κει», Ψυχάρ.)γ) τρομάζω, φοβάμαιμσν.παθ. αρρωσταίνω («εἶπεν ὅτι ἐζαλίστητὸ κοιλιακὸν τὸν ἔπιασεν», Χρον. Moρ.).
Dictionary of Greek. 2013.